σπερματίτις

σπερματίτις
(II)
ἡ, Α
βλ. σπερματίτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπερματίτης — (I) ὁ, θηλ. σπερματῑτις, ίτιδος, Α 1. σπερματικός («σπερματίτης λόγος») 2. (κυρίως στη φρ.) «σπερματίτιδες φλέβες» πιθ. οι σπερματικές φλέβες, αλλ. σπερματίδες φλέβες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, ατος + κατάλ. ίτης / ῖτις (πρβλ. σελην ίτης / ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • σπερματίτιδες — σπερματί̱τιδες , σπερματῖτις spermatic fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματίτισιν — σπερματί̱τισιν , σπερματῖτις spermatic fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”